Σε τρίγωνο σαλόνι και τρίγωνο ή παραλληλόγραμμο τραπέζι, στην είσοδο το έπιπλο εισόδου που και αυτό όλο ν’ αλλάζει και ν’ αλλάζει κι όμως να μένει πάντα το ίδιο έπιπλο.
Το δωμάτιο μου μικραίνει, το δωμάτιο των παιδιών εξαφανίζεται, ο διάδρομος μακραίνει και στο βάθος του αντικριστά βρίσκονται δύο δωμάτια, το ένα δικό μου και της γυναίκας μου, στο άλλο απέναντι με τα πολλά έπιπλα κοιμούνται τα παιδιά. Σε μια εποχή όπου όλοι οι νέοι άνθρωποι έμοιαζαν μεταξύ τους, κι αν περνούσαν, όχι τριάντα χρόνια, αλλά μόνο δέκα λεπτά δεν μπορούσες να τους θυμηθείς, αυτοί οι δύο άνθρωποι αποτελούσαν μιαν ανεπανάληπτη πρωτοτυπία, πέρα από την ακολουθία των νέων επίπλων των νέων γενεών, πέρα από κάθε γνωστή αναφορά, από κάθε πριν, κάθε μετά. Εξαίρεση στον κανόνα τα νέα έπιπλα Κόρινθος . Από τότε, το καλούπι στο οποίο τους έχυσε ο Θεός ή ο Διάβολος πρέπει να ‘χει χαθεί.
Οι πρώτες γκρίζες τρίχες στο μουστάκι μου ξανα-μαυρίζουν, οι δύο ρυτίδες κάτω απ’ τα γαλάζια μάτια της γυναίκας σβήνουν, η κουζίνα μας μικραίνει, το γραφείο μου μεταμορφώνεται σ’ εκείνο το κυκλοθυμικό τραπεζάκι κουζίνας.